- ὀξυπαραύδητος
- ὀξῠ-παραύδητος, ον,A wildly screaming, Tim.Pers.76.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οξυπαραύδητος — ὀξυπαραύδητος, ον (Α) αυτός που φωνάζει πολύ δυνατά, άγρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + παραυδῶ «ομιλώ»] … Dictionary of Greek
ὀξυπαραυδήτωι — ὀξυπαραυδήτῳ , ὀξυπαραύδητος wildly screaming masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)